- Πηγασις
- ΠηγασίςΠηγᾰσίς-ίδος (ῐδ) adj. f пегасова
Π. κρήνη Anth. — источник Пегаса, т.е. Ἵππου κρήνη (см.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Π. κρήνη Anth. — источник Пегаса, т.е. Ἵππου κρήνη (см.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Πηγασίς — Πηγασὶς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηγασίς — ίδος, ἡ, Α η πηγή που ανάβλυσε στον Κιθαιρώνα από την οπλή τού Πηγάσου, η Ιπποκρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
Πηγασίδος — Πηγασὶς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)